- ους
- το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς)1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ.β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ)2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής ακοής (α. «τείνω εὐήκοον οὖς» — είμαι πρόθυμος να εισακούσωβ. «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» — αυτός που είναι ικανός να τό αντιληφθεί, ας τό αντιληφθεί, ΚΔ)3. μτφ. λαβή δοχείου, χερούλι («οὔατα δ' αὐτοῡ τέσσαρ' ἔσαν», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (στην αρχιτ.) η παρωτίδα, κόσμημα κρεμασμένο στο υπέρθυρο2. μέρος ιατρικού επιδέσμου3. (σε περιφρ.) κατάσκοπος («τὰ βασιλέως ὦτα», Ξεν.)4. φρ. α) «τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες» — λεγόταν για ανθρώπους που έφευγαν ντροπιασμένοι, με κατεβασμένα τα αφτιάβ) «ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδω» — κοιμάμαι θορυβωδώςγ) «οὖς Ἀφροδίτης» — είδος οστρακοδέρμουδ) «θαλάττιον οὖς» — η αγρία λεπάς, πεταλίδαε) «τὰ ὦτα (ή οὔατα) τής καρδίας» — τα μέρη που βρίσκονται στις δύο πλευρές τής καρδιάς και μοιάζουν με αφτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖς εντάσσεται σε μια σειρά τ. διαφόρων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με σημ. «αφτί», που παρουσιάζουν τόσες ποικιλίες στη μορφή και στον σχηματισμό τους ώστε είναι δύσκολο αφ' ενός να αναχθούμε στην αρχική μορφή τής ΙΕ ρίζας, αφ' ετέρου να ερμηνεύσουμε τις διαφορές που εμφανίζονται ανά γλώσσα και τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τών τ. αυτών. Στην Ελληνική ο τ. οὖς εμφανίζει σταθερά φωνηεντισμό ο-, που δεν μαρτυρείται σε καμία άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι ο φωνηεντισμός τού οὖς οφείλεται σε αναλογική επίδραση τού ονόματος τού ματιού (πρβλ. όμμα, οφθαλμός, όσσε) όπως και το αρμ. ukn «αφτί» έχει σχηματιστεί κατά το μοντέλο τού akn «μάτι». Η ονομ.-αιτ. ενικού τού ονόματος είναι στην ιων.-αττ. διάλ. οὖς (που σημειώνεται ως ōς στις επιγραφές τής Παλαιάς Αττικής) και ὦς στη Δωρική. Οι τ. αυτοί εξηγούνται αν αναχθούν σε παλαιό καταληκτικό θ. *ούσ-ος, το οποίο στη συνέχεια με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ- έδωσε *ούος και *ό(F)ος (με συμφωνική μορφή τού -υ- πριν από φωνήεν), απ' όπου, με σίγηση τού -F- και συναίρεση, οὖς / ὦς. Η σιγμόληκτη αρχική μορφή τού θ. τής λ. οὖς επιβεβαιώνεται από τα σύνθ. σε -ώης (< *-ώFης), πρβλ. ἀμφώης και λαγωός / λαγώς. Το σε -ēs- αυτό θ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή σε σύνθ. τού τύπου: anowe «χωρίς αφτιά», δηλ. αγγείο χωρίς λαβές, qetorowe «με τέσσερεις λαβές», tirijowe «με τρεις λαβές», και στο ανθρωπωνύμιο Otuwowe = ὈρθFώFης «με τα αφτιά τεντωμένα». Οι τ. αυτοί, εκτός από το σιγμόληκτο θ. (πρβλ. αρχ. σλαβ. uxo / ušese), επιβεβαιώνουν τον φωνηεντισμό ο-, εκτεταμένο λόγω συνθέσεως. Οι άλλες πτώσεις σχηματίζονται με έρρινο επίθημα -η- (πρβλ. γοτθ. auso, αρμ. ukn) στη συνεσταλμένη του βαθμίδα ως -α- σε συνδυασμό με παρέκταση -τ- (πρβλ. ήπαρ, ήπατος). Έτσι ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη γεν. οὔατος (< *όFατος με μετρική έκταση), την ονομ. πληθ. οὔατα και τη δοτ. πληθ. οὔασι. Στην αττ. διάλ. ο τ. οὔατος εξελίχθηκε φωνητικά σε ὄατος, απ' όπου προήλθαν οι συνηρημένοι τ. τής αττ. ὠτός, ὠτί, ὤτων, ὠσί, ὤτοιν. Η κλίση μάλιστα σε -ατος οδήγησε στον σχηματισμό νέας ονομ. σε -ας: οὖας / ὦας. Με β' συνθετικό -ουατ- (< *-οατ-) μαρτυρούνται σύνθ. ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. anowoto «χωρίς λαβές»). Στην αλφαβητική Ελληνική επίσης έχουμε τα: ἀνούατος, ἀπούατος, ἄμφωτος (< *αμφόατος ή αμφώατος με έκταση λόγω συνθέσεως), τρίωτον, ἄωτος, παρωτίς, μυόσωτον, ἐνώτιον. Από το θ. οὐατ- / ὠτ-, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί τα παράγωγα οὐατόεις, ὠτίον, ὠτίς, ὦτος, ὠτικός. Στις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες οι τ. με σημ. «αφτί» εμφανίζουν αρκτική δίφθογγο au- (πρβλ. λατ. auris και λιθουαν. ausis με επίθημα σε -i, γοτθ. auso, αρχ. ιρλδ. au). Στην Ελληνική, τύποι με αμαρτυρούνται στο δωρ. ἄανθα «είδος ενωτίου», στο ἆτα από αμάρτυρο *αὔσατα (Ησύχ.) και στο αὔασιν: ὠσίν (Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.